τζουμπές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζουμπές οι τζουμπέδες
      γενική του τζουμπέ των τζουμπέδων
    αιτιατική τον τζουμπέ τους τζουμπέδες
     κλητική τζουμπέ τζουμπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζουμπές < τουρκική cüppe < αραβική جبّة (jubba)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζουμπές αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]