τζόκεϊ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/7c/Calvin_Borel.jpg/220px-Calvin_Borel.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/8/87/Cap%2C_jockey_%28AM_1998.24.22-1%29.jpg/220px-Cap%2C_jockey_%28AM_1998.24.22-1%29.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζόκεϊ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) επαγγελματίας αναβάτης ενός αλόγου
- καπέλο με πλατύ μπροστινό γείσο, όπως αυτό που φορούν οι επαγγελματίες αναβάτες αλόγων