τηγανιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηγανιά | οι | τηγανιές |
γενική | της | τηγανιάς | των | τηγανιών |
αιτιατική | την | τηγανιά | τις | τηγανιές |
κλητική | τηγανιά | τηγανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηγανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηγανιά θηλυκό
- ποσότητα φαγητού που παρασκευάζεται τηγανίζοντας μια φορά[1]
- παραδοσιακό φαγητό της ελληνικής κουζίνας με χοιρινό κρέας[2] ή κοτόπουλο
- το χτύπημα με τηγάνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τηγάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηγανιά
|
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)