τηλέξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλέξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλέξ ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλέξ
|
τηλέξ ουδέτερο
|