τηλαυγής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλαυγής η τηλαυγής το τηλαυγές
      γενική του τηλαυγούς* της τηλαυγούς του τηλαυγούς
    αιτιατική τον τηλαυγή την τηλαυγή το τηλαυγές
     κλητική τηλαυγή(ς) τηλαυγής τηλαυγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλαυγείς οι τηλαυγείς τα τηλαυγή
      γενική των τηλαυγών των τηλαυγών των τηλαυγών
    αιτιατική τους τηλαυγείς τις τηλαυγείς τα τηλαυγή
     κλητική τηλαυγείς τηλαυγείς τηλαυγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλαυγής < ΕΤΥΜ.αρχ.<τηλ(ε)+αυγής<αυγή, πβ.κ.λυκ-αυγής

Επίθετο[επεξεργασία]

τηλαυγής, -ής, -ές

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τηλαυγής τὸ τηλαυγές
      γενική τοῦ/τῆς τηλαυγοῦς τοῦ τηλαυγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τηλαυγεῖ τῷ τηλαυγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τηλαυγ τὸ τηλαυγές
     κλητική ! τηλαυγές τηλαυγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τηλαυγεῖς τὰ τηλαυγ
      γενική τῶν τηλαυγῶν τῶν τηλαυγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τηλαυγέσ(ν) τοῖς τηλαυγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τηλαυγεῖς τὰ τηλαυγ
     κλητική ! τηλαυγεῖς τηλαυγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τηλαυγεῖ τὼ τηλαυγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τηλαυγοῖν τοῖν τηλαυγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλαυγής< λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τηλαυγής, -ής, -ές, συγκριτικός:τηλαυγέστερος

  1. αυτός που ακτινοβολεί από μακριά, αυτός που λάμπει από μακριά
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 4 (6.3-6.4)
    ἀρχομένου δ᾽ ἔργου πρόσωπον | χρὴ θέμεν τηλαυγές.
    πρόσοψη που να λάμπει από μακριά | πρέπει να θέσουμε στο έργο που έχει αρχίσει.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. αυτός που φαίνεται από μακριά

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → και δείτε τη λέξη αὐγή

Πηγές[επεξεργασία]