τηλεβολοστάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεβολοστάσιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεβολοστάσιο ουδέτερο
- το πυροβολείο, το οχύρωμα απ' όπου βάλλουν τα πυροβόλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεβολοστάσιο
|