τηλεθεατής
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τηλεθεατής | τηλεθεατές |
γενική | τηλεθεατή | τηλεθεατών |
αιτιατική | τηλεθεατή | τηλεθεατές |
κλητική | τηλεθεατή | τηλεθεατές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεθεατής < τηλε- + θεατής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική téléspectateur)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.lε.θε.a.ˈ‘tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεθεατής αρσενικό (θηλυκό: τηλεθεάτρια)
- αυτός που παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα
[επεξεργασία]
- τηλεθεαματικότητα
- τηλεθέαση
- τηλεθεάτρια
- → δείτε τις λέξεις: τηλε- και θεατής