τηλεκριτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεκριτικός αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι κριτικός τηλεοπτικών εκπομπών
- (ουσιαστικοποιημένο) τηλεκριτική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεκριτικός
|
Επίθετο
[επεξεργασία]τηλεκριτικός
- που έχει σχέση με την τηλεκριτική ή τους τηλεκριτικούς ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεκριτικός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)