τηλεμάρκετινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεμάρκετινγκ < αγγλική telemarketing
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεμάρκετινγκ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεμάρκετινγκ