τηλενουβέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλενουβέλα | οι | τηλενουβέλες |
γενική | της | τηλενουβέλας | — | |
αιτιατική | την | τηλενουβέλα | τις | τηλενουβέλες |
κλητική | τηλενουβέλα | τηλενουβέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλενουβέλα < (μεταφραστικό δάνειο) ισπανική telenovela (< television + novela). Mορφολογικά αναλύεται τηλε- + νουβέλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλενουβέλα θηλυκό
- καθημερινή τηλεοπτική σειρά με προέλευση συνήθως τη Λατινική Αμερική, παρόμοια σε περιεχόμενο με τις σαπουνόπερες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλενουβέλα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)