τηλεπισκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπισκόπηση οι τηλεπισκοπήσεις
      γενική της τηλεπισκόπησης* των τηλεπισκοπήσεων
    αιτιατική την τηλεπισκόπηση τις τηλεπισκοπήσεις
     κλητική τηλεπισκόπηση τηλεπισκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεπισκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεπισκόπηση < (απόδοση) γαλλική télédétection[1] (τηλ- + επισκόπηση)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.le.piˈsko.pi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐πι‐σκό‐πη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεπισκόπηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)