τηλεφακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεφακός οι τηλεφακοί
      γενική του τηλεφακού των τηλεφακών
    αιτιατική τον τηλεφακό τους τηλεφακούς
     κλητική τηλεφακέ τηλεφακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεφακός < τηλε- + φακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεφακός αρσενικό

  • ο φακός φωτογραφικής μηχανής που δίνει μεγάλη μεγέθυνση στα μακρινά αντικείμενα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]