Μετάβαση στο περιεχόμενο

τηλεφορτώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τηλεφορτώνω < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télécharger. Μορφολογικά αναλύεται σε τηλε- + φορτώνω

τηλεφορτώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • τηλεφορτώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)