τηλικώτατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλικώτατος < υπερθετικός βαθμός του τηλίκος

Επίθετο[επεξεργασία]

τηλικώτατος

  • πρεσβύτατος