τηρήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τηρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηρώ
- θα τηρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τηρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τήρηση