τηρήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηρήτρια οι τηρήτριες
      γενική της τηρήτριας των τηρητριών
    αιτιατική την τηρήτρια τις τηρήτριες
     κλητική τηρήτρια τηρήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηρήτρια < ελληνιστική κοινή τηρήτρια < τηρητής + κατάληξη θηλυκού -τρια < αρχαία ελληνική τηρέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηρήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τηρητής



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τηρήτρι αἱ τηρήτριαι
      γενική τῆς τηρητρίᾱς τῶν τηρητριῶν
      δοτική τῇ τηρητρί ταῖς τηρητρίαις
    αιτιατική τὴν τηρήτριᾰν τὰς τηρητρίᾱς
     κλητική ! τηρήτρι τηρήτριαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τηρητρί
γεν-δοτ τοῖν  τηρητρίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηρήτρια < τηρητ(ής) + κατάληξη θηλυκού -τρια < αρχαία ελληνική τηρέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηρήτρια θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]