τικ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τικ < από τη γαλλική λέξη tic
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τικ ουδέτερο άκλιτο
- απότομη και σπασμωδική κίνηση
- (βοτανική) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)