τικτόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τικτόμενος < μετοχή ενεστώτα του τίκτομαι < τίκτω

Μετοχή

[επεξεργασία]

τικτόμενος

Συγγενικά

[επεξεργασία]