τιμάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιμάρι | τα | τιμάρια |
γενική | του | τιμαριού | των | τιμαριών |
αιτιατική | το | τιμάρι | τα | τιμάρια |
κλητική | τιμάρι | τιμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιμάρι ουδέτερο
- περιποίηση υποζυγίου, ξύστρισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιμάρι
|