τιμάριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιμάριο | τα | τιμάρια |
γενική | του | τιμαρίου & τιμάριου |
των | τιμαρίων |
αιτιατική | το | τιμάριο | τα | τιμάρια |
κλητική | τιμάριο | τιμάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιμάριο < μεσαιωνική ελληνική τιμάριον[1] < περσική تیمار (timar)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιμάριο ουδέτερο
- τσιφλίκι, μεγάλη έκταση γης που άλλοτε δινόταν σε αξιωματούχους ή σε επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε αντάλλαγμα παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών ή ως ανταμοιβή για όσες είχαν ήδη παρασχεθεί. Όρος αντίστοιχος με το στρατιωτόπιο των Βυζαντινών και το φέουδο των δυτικοευρωπαίων.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τιμαριούχος
- τιμαριώτης
- τιμαριωτικός
- τιμαριωτισμός
- → δείτε τη λέξη τιμάρι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
τιμάριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τιμάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)