τιμάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιμάριο | τα | τιμάρια |
γενική | του | τιμαρίου & τιμάριου |
των | τιμαρίων |
αιτιατική | το | τιμάριο | τα | τιμάρια |
κλητική | τιμάριο | τιμάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμάριο < μεσαιωνική ελληνική τιμάριον < περσική تیمار (timar)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιμάριο ουδέτερο
- τσιφλίκι, μεγάλη έκταση γης που άλλοτε δινόταν σε αξιωματούχους ή σε επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε αντάλλαγμα παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών ή ως ανταμοιβή για όσες είχαν ήδη παρασχεθεί. Όρος αντίστοιχος με το στρατιωτόπιο των Βυζαντινών και το φέουδο των δυτικοευρωπαίων.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τιμάριο στη Βικιπαίδεια