τιμητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τιμητής οι τιμητές
      γενική του τιμητή των τιμητών
    αιτιατική τον τιμητή τους τιμητές
     κλητική τιμητή τιμητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιμητής < (ελληνιστική κοινήτιμητής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τιμητής αρσενικό

  1. (ιστορία) ρωμαίος αξιωματούχος, που είχε την αρμοδιότητα εκτίμησης της περιουσίας των πολιτών και ελέγχου του ήθους τους
     συνώνυμα: κήνσορας
  2. (μεταφορικά) αυτός που κριτικάρει και κατακρίνει τις ενέργειες ή απόψεις άλλων
     συνώνυμα: επικριτής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τιμητής οἱ τιμηταί
      γενική τοῦ τιμητοῦ τῶν τιμητῶν
      δοτική τῷ τιμητ τοῖς τιμηταῖς
    αιτιατική τὸν τιμητήν τοὺς τιμητᾱ́ς
     κλητική ! τιμητᾰ́ τιμηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τιμητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τιμηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιμητής < τιμάω (στην (ελληνιστική κοινή): σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική censor)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τιμητής αρσενικόμητής)

  1. (ιστορία) ((ελληνιστική κοινή)) τιμητής (με τη νεοελληνική σημασία)
    Τῆς δ' ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε. κορυφὴ δέ τίς ἐστι τιμῆς ἁπάσης ἡ ἀρχὴ καὶ τρόπον τινὰ τῆς πολιτείας ἐπιτελείωσις, ἄλλην τε πολλὴν ἐξουσίαν ἔχουσα καὶ τὴν περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους ἐξέτασιν. οὔτε γὰρ γάμον οὔτε παιδοποιίαν τινὸς οὔτε δίαιταν οὔτε συμπόσιον ᾤοντο δεῖν ἄκριτον καὶ ἀνεξέταστον, ὡς ἕκαστος ἐπιθυμίας ἔχοι καὶ προαιρέσεως, ἀφεῖσθαι, πολὺ δὲ μᾶλλον ἐν τούτοις νομίζοντες ἢ ταῖς ὑπαίθροις καὶ πολιτικαῖς πράξεσι τρόπον ἀνδρὸς ἐνορᾶσθαι, φύλακα καὶ σωφρονιστὴν καὶ κολαστὴν τοῦ μηδένα καθ' ἡδονὰς ἐκτρέπεσθαι καὶ παρεκβαίνειν τὸν ἐπιχώριον καὶ συνήθη βίον ᾑροῦντο τῶν καλουμένων πατρικίων ἕνα καὶ τῶν δημοτικῶν ἕνα. τιμητὰς δὲ τούτους προσηγόρευον, ἐξουσίαν ἔχοντας ἀφελέσθαι μὲν ἵππον, ἐκβαλεῖν δὲ συγκλήτου τὸν ἀκολάστως βιοῦντα καὶ ἀτάκτως. οὗτοι δὲ καὶ τὰ τιμήματα τῶν οὐσιῶν λαμβάνοντες ἐπεσκόπουν καὶ ταῖς ἀπογραφαῖς τὰ γένη καὶ τὰς ἡλικίας διέκρινον, ἄλλας τε μεγάλας ἔχει δυνάμεις ἡ ἀρχή. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Μάρκος/Κάτων, 16)
    λείπει η μετάφραση και σύμπτυξη
  2. εκτιμητής
  3. εκτιμητής ζημιών (που προσδιορίζει την ποινή ή την αποζημίωση)
    ὃς δ᾽ ἂν ἐπεργάζηται τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους, τὸ μὲν βλάβος ἀποτινέτω, τῆς δὲ ἀναιδείας ἅμα 843d καὶ ἀνελευθερίας ἕνεκα ἰατρευόμενος διπλάσιον τοῦ βλάβους ἄλλο ἐκτεισάτω τῷ βλαφθέντι: τούτων δὲ καὶ ἁπάντων τῶν τοιούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταὶ καὶ τιμηταὶ γιγνέσθων ἀγρονόμοι, τῶν μὲν μειζόνων, καθάπερ ἐν τοῖς πρόσθεν εἴρηται, πᾶσα ἡ τοῦ δωδεκατημορίου τάξις, τῶν ἐλαττόνων δὲ οἱ φρούραρχοι τούτων. (Πλάτων, Νόμοι, η', 843c-d)