τιμολογιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τιμολογιακός, -ή, -ό
- σχετικός με την απόδοση τιμών σε προϊόντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιμολογιακός
|