τιμονιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμονιέρα | οι | τιμονιέρες |
γενική | της | τιμονιέρας | — | |
αιτιατική | την | τιμονιέρα | τις | τιμονιέρες |
κλητική | τιμονιέρα | τιμονιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.moˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μο‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιμονιέρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) χώρος από τον οποίο ελέγχεται το πλοίο
- ※ Βγήκαν από την τιμονιέρα και πήγαν στη δεξιά μεριά της γέφυρας. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- χειριστήριο ηλεκτρονικών παιχνιδιών, όμοιο με τιμόνι αυτοκινήτου που συνήθως συνδέεται με καλώδιο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και προσομοιώνει την αληθινή οδήγηση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιμονιέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)