Μετάβαση στο περιεχόμενο

τιμώμαι

Από Βικιλεξικό

τιμώμαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος τιμώ
  2. έχω μια ορισμένη τιμή, κοστίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]