τιραμισού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιραμισού < (άμεσο δάνειο) γαλλική tiramisu < ιταλική tira mi su (ανέβασέ με)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.ɾa.miˈsu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τι‐ρα‐μι‐σού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ένα κομμάτι τιραμισού.

τιραμισού θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)