τιτλοδοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ti.tlo.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐τλο‐δο‐τώ
Ρήμα
[επεξεργασία]τιτλοδοτώ
- (για λέξεις, ονομασίες ή έννοιες) το όνομά μου χρησιμοποιείται για τίτλος ή για να παράγει τον τίτλο
Κλίση
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιτλοδοτώ
|