τιτλοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιτλοδότηση οι τιτλοδοτήσεις
      γενική της τιτλοδότησης* των τιτλοδοτήσεων
    αιτιατική την τιτλοδότηση τις τιτλοδοτήσεις
     κλητική τιτλοδότηση τιτλοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτλοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιτλοδότηση < τίτλος + δίδω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τιτλοδότηση θηλυκό

  1. η τιτλοδοσία, η επιλογή ή/και η απόδοση τίτλου
  2. (χημεία) αναζήτηση τίτλων ή περιεκτικότητας κάποιου διαλύματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]