τμηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τμηθείς τμηθεῖσ τὸ τμηθέν
      γενική τοῦ τμηθέντος τῆς τμηθείσης τοῦ τμηθέντος
      δοτική τῷ τμηθέντ τῇ τμηθείσ τῷ τμηθέντ
    αιτιατική τὸν τμηθέντ τὴν τμηθεῖσᾰν τὸ τμηθέν
     κλητική ! τμηθείς τμηθεῖσ τμηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τμηθέντες αἱ τμηθεῖσαι τὰ τμηθέντ
      γενική τῶν τμηθέντων τῶν τμηθεισῶν τῶν τμηθέντων
      δοτική τοῖς τμηθεῖσῐ(ν) ταῖς τμηθείσαις τοῖς τμηθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς τμηθέντᾰς τὰς τμηθείσᾱς τὰ τμηθέντ
     κλητική ! τμηθέντες τμηθεῖσαι τμηθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τμηθέντε τὼ τμηθείσ τὼ τμηθέντε
      γεν-δοτ τοῖν τμηθέντοιν τοῖν τμηθείσαιν τοῖν τμηθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

τμηθείς, -εῖσα, -έν