τμηματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τμηματικά < τμηματικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
τμηματικά
- κατά τμήματα
- το έργο θα ολοκληρωθεί τμηματικά μέχρι το τέλος του έτους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τμηματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τμηματικό