τοίχιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοίχιση | οι | τοιχίσεις |
γενική | της | τοίχισης* | των | τοιχίσεων |
αιτιατική | την | τοίχιση | τις | τοιχίσεις |
κλητική | τοίχιση | τοιχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοιχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοίχιση < τοίχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοίχιση θηλυκό
- ο τοίχος, ο τρόπος με τον οποίο περιβάλλεται κάτι από τοίχο
- ※ Ή τοίχιση σώζεται σέ ανασκαφική φωτογραφία (Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1984, σελ. 250)
- ※ Στην ίδια οικοδομική φάση θα πρέπει να τοποθετηθεί η τοίχιση των πλάγιων θυρών του ναού και του νάρθηκα (Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τόμος 28, 2007)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοίχιση
|