τοίχωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοίχωμα τα τοιχώματα
      γενική του τοιχώματος των τοιχωμάτων
    αιτιατική το τοίχωμα τα τοιχώματα
     κλητική τοίχωμα τοιχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τοίχωμα < τοίχ(ος) + -ωμα. απόδοση για τη γαλλική paroi [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈti.xo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τοί‐χω‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τοίχωμα ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

  1. το περίβλημα
  2. εσωτερική επιφάνεια κοιλότητας
  3. (ανατομία) ιστοί της εσωτερικής επιφάνειας οργάνων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τοίχος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]