τοις μετρητοίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοις μετρητοίς < (καθαρεύουσα) τοῖς μετρητοῖς (δοτική της καθομιλουμένης του μετρητά) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fr
Έκφραση[επεξεργασία]
τοις μετρητοίς
- ((οικονομία), με επιρρηματική σημασία) σε μετρητά, με άμεση καταβολή του αντιτίμου
- ↪ θα πληρώσετε με κάρτα ή τοις μετρητοίς;
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοις μετρητοίς
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)