τοκετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοκετός | οι | τοκετοί |
γενική | του | τοκετού | των | τοκετών |
αιτιατική | τον | τοκετό | τους | τοκετούς |
κλητική | τοκετέ | τοκετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοκετός < αρχαία ελληνική τοκετός < τίκτω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοκετός αρσενικό
- (ιατρική) η διαδικασία με την οποία γεννιέται ένα παιδί, καθώς εξέρχεται από το σώμα της μητέρας του με τις εξωθήσεις της μήτρας, η γέννα
- φυσιολογικός / πρόωρος τοκετός
- (μεταφορικά) το στάδιο κατά το οποίο κάτι αποκτά ύπαρξη
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοκετός
|