τοκογλύφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τοκογλύφος οι τοκογλύφοι
      γενική του/της τοκογλύφου των τοκογλύφων
    αιτιατική τον/την τοκογλύφο τους/τις τοκογλύφους
     κλητική τοκογλύφε τοκογλύφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοκογλύφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τοκογλύφος < αρχαία ελληνική γλύφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /to.koˈɣli.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐κο‐γλύ‐φος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοκογλύφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοκογλύφος < τόκος (μεταφορικά η γέννηση κέρδους από χρήμα) και γλύφω (σμιλεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή το μάρμαρο), (που καταγράφει τους τόκους του)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοκογλύφος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]