τοκολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοκολόγιο | τα | τοκολόγια |
γενική | του | τοκολόγιου & τοκολογίου |
των | τοκολόγιων & τοκολογίων |
αιτιατική | το | τοκολόγιο | τα | τοκολόγια |
κλητική | τοκολόγιο | τοκολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοκολόγιο ουδέτερο
- πίνακας στον οποίο φαίνονται οι τόκοι για συγκεκριμένο κεφάλαιο και επιτόκιο για τακτικές χρονικές περιόδους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοκολόγιο
|