τοκομερίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοκομερίδιο < (καθαρεύουσα) τοκομερίδιον < τόκος + -ο- + μερίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοκομερίδιο ουδέτερο
- (οικονομία) απόδειξη που έχει προσαρτηθεί σε ανώνυμο χρεώγραφο (ομολογία) και με την οποία ο κομιστής μπορεί να εισπράξει τον τόκο ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος