Μετάβαση στο περιεχόμενο

τολουόλιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τολουόλιο τα τολουόλια
      γενική του τολουολίου
& τολουόλιου
των τολουολίων
    αιτιατική το τολουόλιο τα τολουόλια
     κλητική τολουόλιο τολουόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το μόριο του τολουολίου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τολουόλιο < αγγλική toluol[1] ή γαλλική toluol[1] < ισπανική Tolúκολομβιανή πόλη Τολού) < tolúes (ονομασία προκολομβιανού λαού της περιοχής)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τολουόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 τολουόλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)