τολουόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τολουόλιο< → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τολουόλιο ουδέτερο
- (χημική ένωση) οργανική ένωση η οποία ανήκει στις αρωματικές ενώσεις και ο χημικός τύπος της είναι C7H8
- το τολουόλιο συνήθως χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ως οργανικός διαλύτης