τολουόλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τολουόλιο τα τολουόλια
      γενική του τολουολίου
τολουόλιου
των τολουολίων
    αιτιατική το τολουόλιο τα τολουόλια
     κλητική τολουόλιο τολουόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το μόριο του τολουολίου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τολουόλιο< λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τολουόλιο ουδέτερο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]