τομεακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τομεακός η τομεακή το τομεακό
      γενική του τομεακού της τομεακής του τομεακού
    αιτιατική τον τομεακό την τομεακή το τομεακό
     κλητική τομεακέ τομεακή τομεακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τομεακοί οι τομεακές τα τομεακά
      γενική των τομεακών των τομεακών των τομεακών
    αιτιατική τους τομεακούς τις τομεακές τα τομεακά
     κλητική τομεακοί τομεακές τομεακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τομεακός < τομέας + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

τομεακός

  • σχετικός με έναν τομέα
    τομεακός δείκτης
    τομεακός διάλογος
    τομεακός σχεδιασμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]