τομεοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τομεοποίηση | οι | τομεοποιήσεις |
γενική | της | τομεοποίησης | των | τομεοποιήσεων |
αιτιατική | την | τομεοποίηση | τις | τομεοποιήσεις |
κλητική | τομεοποίηση | τομεοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τομεοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τομεοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τομεοποίηση
|