τονοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τονοσκόπιο | τα | τονοσκόπια |
γενική | του | τονοσκόπιου & τονοσκοπίου |
των | τονοσκόπιων & τονοσκοπίων |
αιτιατική | το | τονοσκόπιο | τα | τονοσκόπια |
κλητική | τονοσκόπιο | τονοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τονοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τονοσκόπιο
|