τοξικολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοξικολογία | οι | τοξικολογίες |
γενική | της | τοξικολογίας | των | τοξικολογιών |
αιτιατική | την | τοξικολογία | τις | τοξικολογίες |
κλητική | τοξικολογία | τοξικολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοξικολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: < (λόγιο δάνειο) γαλλική toxicologie,· τοξικ(ός) + -ο- + -λογία· η λέξη απαντά από το 1859
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοξικολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) ο κλάδος που μελετά την επίδραση των τοξικών ουσιών στον οργανισμό και αναζητεί μεθόδους για την εξουδετέρωσή τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοξικολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)