τοξοβόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοξοβόλος οι τοξοβόλοι
      γενική του τοξοβόλου των τοξοβόλων
    αιτιατική τον τοξοβόλο τους τοξοβόλους
     κλητική τοξοβόλε τοξοβόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοξοβόλος < ελληνιστική κοινή τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξον + βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοξοβόλος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τοξοβόλος τὸ τοξοβόλον
      γενική τοῦ/τῆς τοξοβόλου τοῦ τοξοβόλου
      δοτική τῷ/τῇ τοξοβόλ τῷ τοξοβόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν τοξοβόλον τὸ τοξοβόλον
     κλητική ! τοξοβόλε τοξοβόλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τοξοβόλοι τὰ τοξοβόλ
      γενική τῶν τοξοβόλων τῶν τοξοβόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς τοξοβόλοις τοῖς τοξοβόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τοξοβόλους τὰ τοξοβόλ
     κλητική ! τοξοβόλοι τοξοβόλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τοξοβόλω τὼ τοξοβόλω
      γεν-δοτ τοῖν τοξοβόλοιν τοῖν τοξοβόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξ(ον) + -ο- + -βόλος

Επίθετο[επεξεργασία]

τοξοβόλος, -ος, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τόξον

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

νέα ελληνικά

Πηγές[επεξεργασία]