τοπιογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοπιογραφικός < τοπιογραφία / τοπιογράφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τοπιογραφικός
- που έχει σχέση με την τοπιογραφία ή τον τοπιογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοπιογραφικός
|