τοποθετηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοποθετηθείς
τοποθετηθέντας
η τοποθετηθείσα το τοποθετηθέν
      γενική του τοποθετηθέντος
τοποθετηθέντα
της τοποθετηθείσας
τοποθετηθείσης*
του τοποθετηθέντος
    αιτιατική τον τοποθετηθέντα την τοποθετηθείσα το τοποθετηθέν
     κλητική τοποθετηθείς
τοποθετηθέντα
τοποθετηθείσα τοποθετηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοποθετηθέντες οι τοποθετηθείσες τα τοποθετηθέντα
      γενική των τοποθετηθέντων των τοποθετηθεισών των τοποθετηθέντων
    αιτιατική τους τοποθετηθέντες τις τοποθετηθείσες τα τοποθετηθέντα
     κλητική τοποθετηθέντες τοποθετηθείσες τοποθετηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοποθετηθείς < από τη μετοχή τοποθετηθείς, τοποθετηθεῖσα, τοποθετηθέν του παθητικού αορίστου ἐτοποθετήθην του ελληνιστικού ρήματος τοποθετέω/τοποθετῶ ("περιγράφω, σημειώνω μια τοποθεσία")

Μετοχή[επεξεργασία]

τοποθετηθείς, τοποθετηθείσα, τοποθετηθέν

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τοποθετηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τοποθετούμαι
  2. θα τοποθετηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τοποθετούμαι