τοποθετημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοποθετημένος < τοποθετούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]τοποθετημένος, -η, -ο
- που έχει τοποθετηθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοποθετημένος