τοποθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοποθετημένος < τοποθετούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
τοποθετημένος, -η, -ο
- που έχει τοποθετηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοποθετημένος