τοπολαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοπολαλιά οι τοπολαλιές
      γενική της τοπολαλιάς των τοπολαλιών
    αιτιατική την τοπολαλιά τις τοπολαλιές
     κλητική τοπολαλιά τοπολαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

η τοπολαλιά (el) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]