τοποφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοποφαγία θηλυκό
- η κατανάλωση φαγητού από την ευρύτερη περιοχή στην οποία καταναλώνεται
- Η τοποφαγία αναφέρεται στην κατανάλωση διατροφικών προϊόντων, φρέσκων φρούτων, λαχανικών και μεταποιημένων προϊόντων της εγγύτερης περιοχής που διαβιούν οι κάτοικοι. ...... Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εποχικότητα είναι βασικό στοιχείο της υγιεινής διατροφής και της τοποφαγίας. ([1] Τα μυστικά του κήπου, Χανιώτικα Νέα, 15 Φεβρουαρίου 2016)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοποφαγία
|