τοπούζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοπούζι τα τοπούζια
      γενική του τοπουζιού των τοπουζιών
    αιτιατική το τοπούζι τα τοπούζια
     κλητική τοπούζι τοπούζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοπούζι < τουρκική topuz

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοπούζι ουδέτερο

  • Ροπαλοειδές όπλο (φτιαγμένο συνήθως από ξύλο ή μέταλλο) που απολήγει σε σφαιρική κεφαλή.
    Του άνοιξε το κεφάλι στα δύο χτυπώντας τον με το χρυσό τοπούζι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]