τορβάς
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τορβάς | τορβάδες |
γενική | τορβά | τορβάδων |
αιτιατική | τορβά | τορβάδες |
κλητική | τορβά | τορβάδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τορβάς αρσενικό
- σακίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας
- σακίδιο με την τροφή των ζώων για τάισμα
- (μεταφορικά) άξεστος άνθρωπος