τορβάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τορβάς | οι | τορβάδες |
γενική | του | τορβά | των | τορβάδων |
αιτιατική | τον | τορβά | τους | τορβάδες |
κλητική | τορβά | τορβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τορβάς αρσενικό
- σακίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας
- σακίδιο με την τροφή των ζώων για τάισμα
- (μεταφορικά) άξεστος άνθρωπος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω το κεφάλι μου στον τορβά: κάνω κάτι επικίνδυνο
- βάζω στον τορβά: εξαπατώ κάποιον
- (ιδιωματικό) κάπα, τροβά και τφέκι: αυτόνομη προσωπική δράση και πορεία που δε λαμβάνει υπόψη άλλους
- ※ Οι πονηροί ζουν στον κόσμο τους. Κατά το κοινώς λεγόμενο, "κάπα τρουβά κι τφεκι"
- Νικόλαος Ιωάν. Παπαγεωργίου, «Κατά το κοινῶς λεγόμενο... “κάπα τρουβά κι τφεκι”», www.fatsimare.gr, 04-01-2022, πρόσβαση: 30-07-2022
- ※ ναι δεν παρουσιάζουν καμία λύση για αυτά που ζούμε. κάπα, τροβά και τουφέκι είναι η μόνη λύση
- Παναγιώτης Πολίτης, σχόλιο, katohika.gr, 13-09-2021, πρόσβαση: 30-07-2022.
- ※ Οι πονηροί ζουν στον κόσμο τους. Κατά το κοινώς λεγόμενο, "κάπα τρουβά κι τφεκι"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)