τορευτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τορευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τορευτικός
- αναφέρεται συνήθως στην τορευτική τέχνη, την τέχνη του να δίνει κανείς μορφή σε ανάγλυφο έργο, κυρίως σε μέταλλο